παχύρρυγχος

παχύρρυγχος
πᾰχύ-ρρυγχος, ον,
A thick-snouted, Alex.Aphr.Pr.1.141.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παχύρρυγχος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει παχύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + ρρυγχος (< ῥύγχος), πρβλ. μακρό ρρυγχος] …   Dictionary of Greek

  • παχύρρυγχοι — παχύρρυγχος thick snouted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”